-
1 παρμονιμος
-
2 παρμόνιμος
1 abiding by c. dat. οὕτω κ' ἀνδρὶ παρμονίμαν θάλλοισαν εὐδαιμονίαν pr. P. 7.20 -
3 παρμόνιμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρμόνιμος
-
4 παρμόνιμον
παρμόνιμοςmasc acc sgπαρμόνιμοςneut nom /voc /acc sg -
5 παρα-μόνιμος
παρα-μόνιμος, verbleibend, ausharrend; καὶ βέβαιος ὠφέλεια, Plat. Theag. 130 a; καὶ εὔνουν ἀνδράποδον, Xen. Mem. 2, 4, 5; Sp.; – poet. παρμόνιμος, Theogn. 198; Pind. auch 3 Endgn, παρμονίμαν εὐδαιμονίαν, P. 7, 20. – Adv. Erkl. von γλίσχρως, B. A. 32, 8.
-
6 παραμονιμος
-
7 παρμονίμαν
παρμονίμᾱν, παρμόνιμοςfem acc sg (doric aeolic)
См. также в других словарях:
παρμόνιμος — ον, Α βλ. παραμόνιμος … Dictionary of Greek
παρμόνιμον — παρμόνιμος masc acc sg παρμόνιμος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρμονίμαν — παρμονίμᾱν , παρμόνιμος fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)