1 παριερη
Древнегреческо-русский словарь > παριερη
παριέρη — ή Α (εφεσιακή λ.) πρώην ιέρεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἱερή «ιέρεια»] … Dictionary of Greek
παριέρην — παριέρη ex priestess fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)