-
1 παριτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παριτός
-
2 παριτός
-
3 παριτόν
παριτόςaccessible: masc acc sgπαριτόςaccessible: neut nom /voc /acc sg -
4 παριτέ
παριτόςaccessible: masc voc sg -
5 παρ-οδεύσιμος
παρ-οδεύσιμος, Erkl. von παριτός, bei Schol. Callim. lav. Pali. 90.
-
6 δυσπαριτος
-
7 παροδεύσιμος
A = παριτός, Sch.Call.Lav.Pall.90.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παροδεύσιμος
См. также в других словарях:
παριτός — ή, όν, Α [πάρειμι] αυτός που μπορεί κανείς να τόν προσεγγίσει, να τόν πλησιάσει, ο ευπρόσιτος … Dictionary of Greek
παριτόν — παριτός accessible masc acc sg παριτός accessible neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παριτέ — παριτός accessible masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)