-
1 παρισαζω
См. также в других словарях:
παρισάζω — Α άλλος τ. τού παρισῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἰσάζω (< ἴσος)] … Dictionary of Greek
1 παρισαζω
παρισάζω — Α άλλος τ. τού παρισῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἰσάζω (< ἴσος)] … Dictionary of Greek