-
1 παρθενήϊος
παρθενήϊος, = παρϑένειος, Pind. N. 8, 2.
-
2 παρθενηιος
-
3 παρθενήιος
1 of young girlsὥρα πότνια ἅ τε παρθενηίοις παίδων τ' ἐφίζοισα γλεφάροις N. 8.2
ἐμὲ δὲ πρέπει παρθενήια μὲν φρονεῖν γλώσσᾳ τε λέγεσθαι think maiden thoughts Παρθ. 2. 3. ]σ' ἀγλαὸν μέλος [παρ]θενηίας ὀπὸς εὐηρατ[ ?fr. 333a. 14. -
4 παρθενειος
-
5 παρθένειος
A of or belonging to a maiden,π. γλέφαρα Pi.N.8.2
; αἰὼν π. the maiden's life, A.Ag.229 (lyr.) ;π. λέχος E.Tr.676
; later in Prose,π. τέκνα PRyl.435.2
(ii A. D.) ;π. ᾄσματα St.Byz.
s.v. Ἐρυσίχη.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρθένειος
См. также в других словарях:
παρθένειος — και ποιητ. τ. παρθενήϊος, ον, Α [παρθένος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παρθένο, παρθενικός, κοριτσίστικος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παρθένεια α) λυρικά χορικά άσματα, είδος πομπικών ύμνων που άδονταν με τη συνοδεία αυλού από νεαρές… … Dictionary of Greek