-
1 παρθενισκάριον
παρθενισκάριον, dim. zu παρϑένος.
-
2 παρθενισκάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρθενισκάριον
См. также в других словарях:
παρθενισκάριον — τὸ, Α [παρθενίσκη] παρθενίσκη* … Dictionary of Greek
1 παρθενισκάριον
παρθενισκάριον, dim. zu παρϑένος.
2 παρθενισκάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρθενισκάριον
παρθενισκάριον — τὸ, Α [παρθενίσκη] παρθενίσκη* … Dictionary of Greek