-
1 παρθενικής
παρθενικήfem gen sg (attic epic ionic)παρθενικόςof: fem gen sg (attic epic ionic)——————παρθενικήfem dat pl (epic)παρθενικόςof: fem dat pl (epic) -
2 παρθενικῆς
Βλ. λ. παρθενικής -
3 παρθενικῇς
Βλ. λ. παρθενικής -
4 πελάζω
A (anap.), S.Ph. 1150 (lyr., codd.), OC 1060 (lyr.), El. 497 (lyr.): [tense] aor. (lyr.) ; [dialect] Ep.πέλασα Il.12.194
; [dialect] Ep. and Lyr.ἐπέλασσα 21.93
,πέλασσα 13.1
, Pi.P.4.227 :—[voice] Med., [tense] aor. opt. (trans.)πελασαίατο Il.17.341
; inf.πελάσασθαι Emp.133
:—[voice] Pass., [tense] aor. ἐπελάσθην, [dialect] Ep. [ per.] 3pl.πέλασθεν Il.12.420
, inf.πελασθῆναι S.OT 213
(lyr.) ; [dialect] Ep. [tense] aor. [voice] Pass. ,ἔπληντο Il.4.449
, etc.,πλῆτο 14.438
, πλῆντο ib. 468 ; later ἐπλάθην [pron. full] [ᾱ] A.Pr. 897 (lyr.), E. Tr. 203(lyr.), etc.: [tense] pf. [voice] Pass.πέπλημαι AP5.46
(Rufin.) ; [ per.] 3pl.πεπλήαται Semon.31
A (fort. πεπλέαται) ; part.πεπλημένος Od.12.108
; cf. πελάω, πελάθω, πλάθω : ([etym.] πέλας):A intr., approach, draw near, c. dat.,πέλασεν νήεσσι Il.12.112
;ὅς τις ἀϊδρείῃ πελάσῃ Od.12.41
;ἐὸν.. ἐόντι πελάζει Parm.8.25
; τούτοις σὺ μὴ π. A.Pr. 807, cf. S.Ph. 301, etc.: rarely in Prose,π. πολεμίοισι Hdt.9.74
;θηρίοις X.Cyr.1.4.7
, cf. 3.2.10, An.4.2.3 ;τῷ φθινοπώρῳ Hp.Prog.24
: prov., ὅμοιον ὁμοίῳ ἀεὶ πελάζει like draws to like , Pl. Smp. 195b.2 less freq. c. gen., ἐπὴν [ ἡ γυνὴ] τόκου π. Hp.Mul. 1.34 ; πάρα.. πελάσαι φάος.. νεῶν light may come near the ships, S. Aj. 709 (lyr.) ;εἴρξω πελάζειν [σῆς πάτρας] Id.Ph. 1407
(but σῆς πάτρας shd. be deleted) ;π. πηγῆς Call.Ap.88
(nisi leg. πηγῇσι); π. τῆς πόλεως Th.2.77
, Plb.21.6.3 ; alsoμὴ πελάσητ' ὄμματος ἐγγύς E.Med. 101
(anap.).3 with a Prep., πρὸς τοῖχον π. Hes.Op. 732 ;ἐς τὸν ἀριθμόν Hdt.2.19
; [ τὸ ὕδωρ] ἐς τὸ θερμὸν π. gets hotter, Id.4.181 ;ἐς τούσδε τόπους S.OC 1761
(anap.) ; εἰς ὄψιν, ἐς σὸν βλέφαρον, E.IT 1212, El. 1332 (anap.) ; ;πρὸς ἀλλήλας Plu.2.564b
.4 c. acc. loci,δῶμα πελάζει E.Andr. 1167
(anap.) ; elsewh. dub., S.OC 1060 (fort. εἰς νομόν), Ph. 1150 (but φυγᾷ μ' οὐκέτι.. πελᾶτ' shd. be taken in trans. sense, will no more draw me after you).5 abs., X.Cyr.7.1.48.B causal, only in Poets, bring near or to, freq. in Hom. (Hes. only Op. 431), both of persons and things, [νέας] Κρήτῃ ἐπέλασσεν Od.3.291
, cf. 300 ;με.. γαίῃ Θεσπρωτῶν πέλασεν μέγα κῦμα 14.315
; ;π. τινὰ Ἀχιλῆϊ Il.24.154
, cf. 2.744, etc.; Ζεὺς.. Ἕκτορα νηυσὶ π. let him approach the ships, 13.1 ; νευρὴν μὲν μαζῷ πέλασεν τόξῳ δὲ σίδηρον brought the string up to his breast, etc., of one drawing a bow, 4.123 ; ἐπέλασσα θαλάσσῃ στῆθος, in swimming, Od.14.350 ; πάντας.. πέλασε χθονί brought them to earth, Il.8.277 ;οὔδει τινὰ πελάσσαι 23.719
, etc.; ; βόας ζεύγλᾳ π. Pi.P.4.227 ; δεσμοῖς τινὰ π. A.Pr. 155 (anap.) ;βρόχῳ δέρην E.Alc. 230
(lyr.) ; μὴ πέλαζε μητρί (sc. τέκνα) Id.Med.91 ;κορώνῃ νευρειήν Theoc.25.212
; ἐπεί ἐπέλασσέ γε δαίμων brought [ him so far], Il.15.418, cf. 21.93 ; γόμφοισιν πελάσας [ γύην] when he has fixed [ the plough-tree to the pole] with nails, Hes.Op. 431 : metaph., ἑ.. κακῇς ὀδύνῃσι π. bring him into pain, Il.5.766 ; ἐμὲ.. κράτει πέλασον endue me with might, Pi. O.1.78 ; Βορέᾳ σῶμα π. exposing it.., Ar.Av. 1399 (anap.) ; ἔπος ἐρέω, ἀδάμαντι πελάσσας (sc. αὐτό) having made it firm as adamant, Orac. ap. Hdt.7.141.2 folld. by a Prep.,με.. νῆσον ἐς Ὠγυγίην πέλασαν θεοί Od. 7.254
; , cf. 424 ; alsoδεῦρο π. τινά 5.111
;οὖδάσδε πελάζειν τινά 10.440
.3 [voice] Med., bring near to oneself, οὐκ ἔστιν πελάσασθαι ἐν ὀφθαλμοῖσιν ἐφικτόν Emp.l.c.C [voice] Pass., like the intr. [voice] Act., come nigh, approach, etc., c. dat.,ἀσπίδες.. ἔπληντ' ἀλλήλῃσι Il.4.449
; πλῆτο χθονί he came near (i. e. sank to) earth, 14.438 ; οὔδεϊ πλῆντο ib. 468 ;σκοπέλῳ πεπλημένος Od. 12.108
: abs., ἐπεὶ τὰ πρῶτα πέλασθεν (sc. τείχει) Il.12.420, cf. A.Th. 144 (lyr.).2 rarely c. gen.,Χρύσης πελασθεὶς φύλακος S.Ph. 1327
.3 folld. by a Prep.,πελασθῆναι ἐπὶ τὸν θεόν Id.OT 213
(lyr.).II approach or wed, of a woman,μηδὲ πλαθείην γαμέτᾳ A.Pr. 897
(lyr.), cf. E.Andr.25 ; v. supr. A. 11. -
5 ἀπομίμνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπομίμνω
См. также в других словарях:
παρθενικῆς — παρθενική fem gen sg (attic epic ionic) παρθενικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθενικῇς — παρθενική fem dat pl (epic) παρθενικός of fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αειπαρθενία — η (ΑΜ) [ἀειπάρθενος] η διατήρηση τής παρθενικής αγνότητας καθ όλη τη διάρκεια τής ζωής … Dictionary of Greek
ώψ — ὠπός, ἡ και ὁ, Α 1. οφθαλμός, μάτι 2. πρόσωπο, όψη («ἀθανάτοις δὲ θεοῑς εἰς ὦπα ἐΐσκειν παρθενικῆς καλὸν εἶδος», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαρτυρείται στην αιτ. ὦπα και σε σύνθεση στους επιρρμ. τ. εἰσῶπα, ἐνῶπα. Ανάγεται στην εκτεταμένη μορφή τής ΙΕ … Dictionary of Greek
ИОАНН ЗЛАТОУСТ. Часть II — Учение Считая правильную веру необходимым условием спасения, И. З. в то же время призывал веровать в простоте сердца, не обнаруживая излишнего любопытства и помня, что «природа рассудочных доводов подобна некоему лабиринту и сетям, нигде не имеет … Православная энциклопедия