-
1 παρηλίων
παρήλιοςparhelion: masc gen pl -
2 ἀπο-μάρανσις
ἀπο-μάρανσις, ἡ, das Vergehen, Erlöschen, παρηλίων Theophr. de vent. 36.
-
3 ἀπομάρανσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπομάρανσις
См. также в других словарях:
παρηλίων — παρήλιος parhelion masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γκασέντ, Πιερ — (Pierre Gassend, Σαντερσιέ, Προβηγκία 1592 – Παρίσι 1655).Γάλλος μαθηματικός και φιλόσοφος. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως ιερέας στην Ντιν, ενώ αργότερα δίδαξε φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο του Εξ (1616 22). Κατά τη διάρκεια μιας μακρόχρονης… … Dictionary of Greek