См. также в других словарях:
παρηδύνω — Α 1. γλυκαίνω, νοστιμίζω κάτι 2. (για έδεσμα) καρυκεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἡδύνω (< ἡδύς «γλυκός»)] … Dictionary of Greek
παρηδύνω — Α 1. γλυκαίνω, νοστιμίζω κάτι 2. (για έδεσμα) καρυκεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἡδύνω (< ἡδύς «γλυκός»)] … Dictionary of Greek