-
1 παρα-σπονδέω
παρα-σπονδέω, gegen das Bündniß od. den Vertrag handeln; ἠδίκει καὶ παρεσπόνδει καὶ ἔλυε τὴν εἰρήνην, Dem. 18, 71; Sp., εἴς τινα, D. Hal. 2, 98. u. τινά, Jemanden durch Bundbrüchigkeit verletzen, gegen ihn den Bund brechen, Pol. 1, 7, 8; Plut. Sull. 3; auch πίστεις, δεξιάς, D. Hal. 6, 30. 7, 46; auch pass., παρεσπονδημένοι Pol. 3, 15, 7, u. öfter, wie D. Hal. 6, 80; Plut. Timol. 30 u. a. Sp.
См. также в других словарях:
παρεσπονδημένοι — παρασπονδέω break a compact perf part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρασπονδώ — παρασπονδῶ, έω, ΝΑ [παράσπονδος] παραβαίνω, παραβιάζω συνθήκες, αθετώ συμφωνία αρχ. 1. καταπατώ συνήθειες και έθιμα 2. προδίδω την πίστη που οφείλω σε κάποιον 3. (σχετικά με λατρευτικά είδωλα) βλασφημώ, προσβάλλω 4. φρ. «παρασπονδῶ πίστεις… … Dictionary of Greek