-
1 παρεποίησε
παραποιέωmake falsely: aor ind act 3rd sg -
2 παραποιέω
A make falsely, π. μέτρα καὶ σταθμά make false measures and weights, D.S.1.78 ; οἱ παραποιοῦντες forgers, Just.Nov.73 Praef.; παραποιησάμενος σφραγῖδα having got a false seal made, Th.1.132 (nisi leg. παρασημηνάμενος, cf.Poll.8.27) ; π. βίον ἀνθρώπου falsify his record, Philostr.VA2.30.2 alter slightly, τὸ ὄνομα, τὴν λέξιν, Paus.5.10. 1, Jul.Or.2.70a ; τὰ παραπεποιημένα, e. g. τὰ παρὰ γράμμα σκώμματα, Arist.Rh. 1412a28.3 adopt as one's own by altering, imitate, Ath. 12.513a : abs., make a parody, D.Chr.32.81 :—[voice] Pass., παρ' ὑπόνοιαν παραποιηθὲν ἐκ .. Sch.Ar.Pl. 782 : abs., PLond.3.854.5 (ii A.D.).II introduce as an episode into a poem, κατὰ ( = καθ' ἂ) παρεποίησε (prob. for κατὰ γὰρ ἐποίησε) Hdt.2.116, cf. POxy.1611.165, 175 (prob. l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραποιέω
См. также в других словарях:
παρεποίησε — παραποιέω make falsely aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραποιώ — παραποιῶ, έω, ΝΜΑ κάνω κάτι όμοιο με κάτι άλλο για να εξαπατήσω κάποιον, κατασκευάζω κάτι κατ απομίμηση για εξαπάτηση, νοθεύω, κιβδηλεύω («παραποιώ νόμισμα» παραχαράσσω νόμισμα) νεοελ. διαστρεβλώνω, αλλοιώνω («παραποίησε το νόημα τού αποσπάσματος … Dictionary of Greek