-
1 παρεπιδεικνυμαι
некстати или хвастливо показывать, выставлять напоказ(ἐμπειρίαν γραμμάτων Plut.; δύναμιν λόγων Luc.)
См. также в других словарях:
παρεπιδεικνύμενον — παρεπιδείκνυμαι pres part mp masc acc sg παρεπιδείκνυμαι pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεπιδεικνυμένου — παρεπιδείκνυμαι pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεπιδεικνύμενοι — παρεπιδείκνυμαι pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεπιδεικνύμενος — παρεπιδείκνυμαι pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεπιδείκνυνται — παρεπιδείκνυμαι pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεπιδείκνυσθαι — παρεπιδείκνυμαι pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεπιδείξασθαι — παρεπιδείκνυμαι aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεπιδεικνύς — παρεπιδεικνύ̱ς , παρεπιδείκνυμαι pres part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)