Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

παρεμβολή

См. также в других словарях:

  • παρεμβολῇ — παρεμβολή insertion fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεμβολή — insertion fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεμβολή — η προσθήκη, εμφάνιση, παρουσία μεταξύ δύο πραγμάτων: Η παρεμβολή παρασίτων στα μέσα επικοινωνίας είναι πράξη αξιόποινη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρεμβολή — (Μαθημ.). Με αφορμή διάφορα προβλήματα των εφαρμογών (πειραματικές επιστήμες, στατιστική) τίθεται πολλές φορές το εξής (μαθηματικό) πρόβλημα: ζητείται μια συνάρτηση f μιας μεταβλητής x από το ότι για ν + 1 διαφορετικές μεταξύ τους τιμές x1, x2 …   Dictionary of Greek

  • γραμμική παρεμβολή — Μέθοδος προσέγγισης μιας πραγματικής συνάρτησης f(x) με ένα πολυώνυμο (πολυώνυμο παρεμβολής). Αν θεωρήσουμε δύο διαφορετικούς πραγματικούς αριθμούς χ0, χ1 και υποθέσουμε ότι η f(χ) είναι ορισμένη σε αυτά τα σημεία, τότε το πολυώνυμο Ρ(χ) που… …   Dictionary of Greek

  • παρεμβολῆι — παρεμβολῇ , παρεμβολή insertion fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεμβολαῖς — παρεμβολή insertion fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεμβολαί — παρεμβολή insertion fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεμβολῆς — παρεμβολή insertion fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεμβολήν — παρεμβολή insertion fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεμβολῶν — παρεμβολή insertion fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»