-
1 παρα-κομίζω
παρα-κομίζω, herbeibringen, -schaffen; σῖτος τοῖς Ἀϑηναίοις παρεκομίσϑη, Xen. Hell. 5, 4, 61; hinüberschaffen, καμήλους τὰς πεζῇ παρακομιζούσας τὰ σκάφη, D. Sic. 2, 17; παρακομιεῖν καὶ περαιώσειν τὰ ϑηρία, Pol. 3, 46, 5; – vorbeiführen, geleiten, γέρων γέροντα παρακόμιζε, Eur. Herc. F. 126; Xen. Hell. 1, 4, 3. – Häufiger im pass., vorüber-, überfahren, übersetzen, παρεκομίζοντο τὴν Ἰταλίαν, Thuc. 6, 44; παρὰ τὴν ἤπειρον, D. C. 48, 27; παρεκομίσϑη εἰς Συρακούσας, Pol., 52, 6; Sp.; – ὅπλα παρακομίζεσϑαι, Waffen tragen, Plut. Oth. 3.
-
2 παρακομιζω
1) привозить, доставлять(ὅ σῖτος παρεκομίσθη Xen.)
2) перевозить, переправлять(τὰ θηρία Polyb.)
; med. объезжать(τέν Ἰταλίαν Thuc.) или переезжать (εἰς Συρακούσας Polyb.)
3) следовать рядом, сопровождать(γέροντα Eur.)
4) med. носить с собой(τὰ ὅπλα Plut.)