-
1 παρεισκυκλέω
A smuggle in, Athenio 1.32; esp. introduce a digression, etc., Procl. in Prm.p.829 S., in Ti. 1.31 D. ([voice] Pass.), Dam.Pr.23.II παρὰ τοῖς ὕστερον παρεισκυκλεῖν λόγους τὸ ὡς ἐκ περιόδου τινὸς κυκλικῶς παρεισάγειν καὶ στρογγύλλειν τὸ φραζόμενον: ἔτι δὲ καὶ ἄλλως, τὸ πολλάκις περὶ τὸ αὐτὸ στρέφεσθαι καὶ οἷον τροχοειδῶς εἰλεῖσθαι, Eust.683.61.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρεισκυκλέω
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский