-
41 παρεισελθεῖν
-
42 παρεισελθούσα
-
43 παρεισελθοῦσα
-
44 παρεισέλθοι
παρεισέλθοῑ, παρεισέρχομαιcome: aor opt act 3rd sg -
45 παρεσελθείν
-
46 παρεσελθεῖν
-
47 παρεσελθούσα
-
48 παρεσελθοῦσα
-
49 3922
{с.гл., 2}1. скрытно приходить, прокрадываться;2. приходить после, присоединяться.Ссылки: Рим. 5:20; Гал. 2:4.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 3922
-
50 παρείσειμι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρείσειμι
См. также в других словарях:
παρεισέρχομαι — ΜΑ 1. εισέρχομαι κάπου από πλάγια είσοδο ή με δόλο 2. εισέρχομαι, μπαίνω κάπου μσν. εισέρχομαι κατόπιν αρχ. 1. παρεντίθεμαι, παρεμβάλλομαι 2. φρ. «παρεισέρχεταί μοι» μου έρχεται τυχαία ή ξαφνικά μια ιδέα … Dictionary of Greek
παρεισέλθῃ — παρεισέρχομαι come aor subj mid 2nd sg παρεισέρχομαι come aor subj act 3rd sg παρεισέρχομαι come aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεισελθόν — παρεισέρχομαι come aor part act masc voc sg παρεισέρχομαι come aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεισελθόντων — παρεισέρχομαι come aor part act masc/neut gen pl παρεισέρχομαι come aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεισελήλυθε — παρεισέρχομαι come perf imperat act 2nd sg παρεισέρχομαι come perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεισερχομένων — παρεισέρχομαι come pres part mp fem gen pl παρεισέρχομαι come pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεισερχόμενον — παρεισέρχομαι come pres part mp masc acc sg παρεισέρχομαι come pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεισῆλθε — παρεισέρχομαι come aor ind act 3rd sg παρεισέρχομαι come aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεισῆλθεν — παρεισέρχομαι come aor ind act 3rd sg παρεισέρχομαι come aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεισῆλθον — παρεισέρχομαι come aor ind act 3rd pl παρεισέρχομαι come aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεισέλθωσιν — παρεισέρχομαι come aor subj act 3rd pl παρεισέρχομαι come aor subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)