-
1 παρ-εις-εῖδον
παρ-εις-εῖδον ( aor. zu παρειςοράω, welches nicht vorkommt), daneben oder heimlich hineinsehen, Μενέλαος τᾶς Ἑλένας τὰ μᾶλά πα γυμνὰς παρεςιδών, Ar. Lys. 156.
1 παρ-εις-εῖδον
παρ-εις-εῖδον ( aor. zu παρειςοράω, welches nicht vorkommt), daneben oder heimlich hineinsehen, Μενέλαος τᾶς Ἑλένας τὰ μᾶλά πα γυμνὰς παρεςιδών, Ar. Lys. 156.