-
1 παρεγειρω
-
2 παρεγείρω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρεγείρω
-
3 παρεγείρω
-
4 παρεγείρει
παρεγείρωraise partly: aor subj act 3rd sg (epic)παρεγείρωraise partly: pres ind mp 2nd sgπαρεγείρωraise partly: pres ind act 3rd sg -
5 παρεγείρειν
παρεγείρωraise partly: pres inf act (attic epic) -
6 παρεγείροντες
παρεγείρωraise partly: pres part act masc nom /voc pl -
7 παρεγείρουσα
παρεγείρωraise partly: pres part act fem nom /voc sg (attic epic doric ionic) -
8 παρεγείραι
-
9 παρεγεῖραι
См. также в других словарях:
παρεγείρω — Α σηκώνω κάτι από το έδαφος ώστε μόνο ένα μέρος του να στηρίζεται σ αυτό, μισοσηκώνω … Dictionary of Greek
παρεγείρει — παρεγείρω raise partly aor subj act 3rd sg (epic) παρεγείρω raise partly pres ind mp 2nd sg παρεγείρω raise partly pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεγεῖραι — παρεγείρω raise partly aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεγείρειν — παρεγείρω raise partly pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεγείροντες — παρεγείρω raise partly pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεγείρουσα — παρεγείρω raise partly pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… … Dictionary of Greek