-
1 παρδαλιοκτονος
См. также в других словарях:
παρδαλιοκτόνος — ον, Α αυτός που σκοτώνει λεοπαρδάλεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάρδαλις, ιος + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. σαυρο κτόνος] … Dictionary of Greek
-κτόνος — (AM κτόνος) β συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. κτείνω και που δηλώνει τον φονέα αυτού που σημαίνει το α συνθετικό (πρβλ. αδελφοκτόνος, πατροκτόνος). Σπανίως απαντά ως προπαροξύτονο με παθ. σημ. (ταυρόκτονος «αυτός που σκοτώθηκε από… … Dictionary of Greek