-
1 παρδαληφορος
-
2 παρδαλήφορος
παρδᾰλ-ήφορος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρδαλήφορος
-
3 παρδαληφόρος
παρδαλη-φόρος, ein Pantherfell tragend, damit bekleidet -
4 παρδαλήφορον
παρδαλήφοροςleopard-borne: masc /fem acc sgπαρδαλήφοροςleopard-borne: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
παρδαλήφορος — ον, Α (για το δέρμα τής λεοπάρδαλης) αυτό το οποίο φέρει η λεοπάρδαλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάρδαλις + φόρος (< φέρω). Η προπαροξυτονία προσδίδει στη λ. παθητική σημ.] … Dictionary of Greek
παρδαλήφορον — παρδαλήφορος leopard borne masc/fem acc sg παρδαλήφορος leopard borne neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)