Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

παρα-χρῆμα

  • 1 παραχρημα

        adv. [из παρὰ τὸ χρῆμα] сейчас же, тотчас же, теперь (же)
        

    (πάλαι τε καὴ π. Thuc.)

        τὸ и τὰ π. Her. etc. — настоящее, теперешние обстоятельства;
        ὅ π. — настоящий (непосредственный, минутный) (ἀνάγκη Thuc.; ἡδύ Plat.);
        ἐκ τοῦ π. Plat., Xen. — без подготовки;
        ἐν τῷ π. Plat.в данный момент

    Древнегреческо-русский словарь > παραχρημα

  • 2 πρασσω

         πράσσω
        эп.-ион. πρήσσω, атт. πράττω (pf. 1 πέπρᾱχα, pf. 2 πέπρᾱγα; pass.: fut. 1 πραχθήσομαι, fut. 2 πρᾱγήσομαι, aor. 1 ἐπράχθην, aor. 2 ἐπράγην с ᾱ, pf. πέπραγμαι, fut. 3 πεπράξομαι; adj. verb. πρακτέος)
        1) проходить, пролетать, проделывать
        

    (κέλευθον Hom.; ὁδόν HH. и ὁδοῖο Hom.)

        2) переезжать, переплывать
        

    (ἅλα Hom.)

        3) делать, совершать, приводить в исполнение
        

    (φόνον, ἀρετάς Pind.)

        πέπρακται τοὔργον Aesch. — дело сделано;
        φεῦ φεῦ πέπρακται! Eur. — увы, свершилось!;
        τὸ πραχθέν Plat., τὰ πραχθέντα Aesch. и τὰ πεπραγμένα Pind., Dem. — содеянное, совершенное;
        τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἄρχοντος πραχθέντα погов. Luc. — то, что было сделано до архонта Эвклида, т.е. преданное забвению ( намек на общую амнистию всех причастных к злодеяниям Тридцати тираннов);
        περισσὰ π. Soph. (пытаться) делать невозможное;
        ὅ τῷ θυμῷ πραχθεὴς φόνος Plat. — убийство, совершенное в гневе;
        π. καὴ βουλεύειν Soph.помогать делом и советом

        4) добиваться, достигать
        

    (οὐδὲν π. δυνάμενος Polyb.)

        ἔπρηξας καὴ ἔπειτα Hom. — добилась ты-таки наконец;
        χρῆμα οὐ πρήξεις Hes.ничего ты не достигнешь

        5) работать, трудиться, заниматься
        

    τὰ ἑαυτοῦ π. Soph. — заниматься собственными делами;

        π. τὰ πολιτικά и τὰ τῆς πόλεως Plat., τὰ πράγματα Lys. — заниматься общественно-политическими делами;
        τὰ γεωργικὰ εὖ π. Xen. — с успехом заниматься земледелием;
        π. τινί, πρός и ἔς τινα или ὑπέρ τινος Thuc., Dem.работать в пользу кого-л. или держать чью-л. сторону;
        πολλὰ π. Her. — хлопотать, суетиться, метаться

        6) действовать, поступать
        σὺν ἀργύρῳ π. Soph.действовать с помощью подкупа

        7) готовить, устраивать, устанавливать
        

    (φιλίαν, εἰρήνην Dem.)

        κάθοδόν τινι π. Plut.добиваться возвращения кого-л. (из ссылки);
        τῶν Κορινθίων πρασσόντων ὅπως τιμωρήσονται αὐτούς Thuc.так как коринфяне готовились отомстить им (афинянам)

        8) причинять, доставлять
        9) оканчивать(ся), завершать(ся)
        

    (ὅ στόλος οὕτω ἔπρηξεν Her.)

        κατὰ τέν ναυμαχίαν οὕτως ἐπεπράγεσαν Thuc.таков был исход морского сражения

        10) оканчивать (жизнь), погибать
        11) губить, умерщвлять
        

    (τινά Aesch.)

        12) получать, приобретать
        

    (ἄκοιτιν, κλέος Pind.)

        13) вести переговоры, договариваться
        14) проводить жизнь, чувствовать себя
        

    εὖ (καλῶς, εὐτυχῶς, μακαρίως, εὐδαιμόνως, ἀγαθόν) π. Plat., Xen., Trag., Arph. — быть счастливым, процветать;

        πῶς ἄρα πράσσει Ξέρξης? Aesch. — что с Ксерксом?;
        τὸ εὖ π. παρὰ τέν ἀξίαν Dem. — незаслуженное счастье;
        εὖ πρᾶσσε! (в — письмах) Plat. будь счастлив!;
        κακῶς (φλαύρως, δυστυχῆ) π. Her., Aesch., Thuc. — быть несчастным;
        χαλεπώτατα π. Thuc. — быть в весьма трудном положении;
        μικρὰ καὴ φαῦλα π. Dem.находиться в самом жалком положении

        15) заставлять платить, взыскивать, взимать
        

    (φόρον παρά τινος Her.; τὰς ἐσφοράς Dem.)

        π. τινὰ τὰ χρήματα Xen.требовать с кого-л. денег;
        τι καὴ πράξεις με ὑπὲρ αὐτοῦ σύ ; Luc. — сколько ты с меня потребуешь за него?;
        φόρους ἐκ или ἀπὸ τῶν πόλεων πράττεσθαι Thuc. — требовать дани с городов;
        τὰ πραττόμενα Polyb.налоги

        16) воздавать, карать
        

    πατρὸς φόνον π. Aesch. — мстить за убийство отца;

        ἀντίποινα πράξειν Aesch.отомстить

        17) хитростью передавать, предавать
        οἱ πράσσοντες Thuc.участники заговора

    Древнегреческо-русский словарь > πρασσω

См. также в других словарях:

  • χρήμα — Είναι το μέσο που χρησιμεύει ως κοινό μέσο ανταλλαγής και πληρωμών. Σε αυτό βασίζεται η λειτουργία του μηχανισμού των τιμών, που κατευθύνει την παραγωγή και την κατανάλωση, και γι’ αυτό ακριβώς το χ. αποτελεί μια από τις θεμελιώδεις έννοιες της… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… …   Dictionary of Greek

  • λογιστική — Οικονομικό διοικητική επιστήμη, σχετική με την τήρηση των λογαριασμών, δηλαδή την εκτίμηση και την καταχώριση σε νομισματικές μονάδες της κίνησης αξιών, η οποία απορρέει από την οικονομική δραστηριότητα, την ταξινόμηση της κίνησης αυτής και την… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»