-
1 Κάλλιο ένας φρόνιμος εχθρός, παρά ένας φίλος παλαβός
Καλύτερα φρόνιμος εχθρός, παρά ανόητος φίλος– Κάλλιο ένας φρόνιμος εχθρός, παρά ένας φίλος παλαβός• Не бойся врага умного, бойся друга глупогоИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κάλλιο ένας φρόνιμος εχθρός, παρά ένας φίλος παλαβός
-
2 Καλύτερα φρόνιμος εχθρός, παρά ανόητος φίλος
Καλύτερα φρόνιμος εχθρός, παρά ανόητος φίλος– Κάλλιο ένας φρόνιμος εχθρός, παρά ένας φίλος παλαβός• Не бойся врага умного, бойся друга глупогоИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Καλύτερα φρόνιμος εχθρός, παρά ανόητος φίλος
-
3 Κάλλιο 'νας φρόνιμος οχτρός παρά ένας φίλος παλαβός
• Лучше иметь достойного врага, чем сумасбродного другаИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κάλλιο 'νας φρόνιμος οχτρός παρά ένας φίλος παλαβός
-
4 παραφρονιμος
См. также в других словарях:
μυριοφρόνιμος — η, ο (Μ μυριοφρόνιμος, η, ον) πάρα πολύ φρόνιμος, πολύ συνετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + φρόνιμος] … Dictionary of Greek
παμφρόνιμος — παμφρόνιμος, ον (Μ) πάρα πολύ φρόνιμος, συνετότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + φρόνιμος] … Dictionary of Greek
περισσόφρων — ὁ, ἡ, Α 1. περισσόνους*, πάρα πολύ σώφρων, πολύ συνετός, εξαιρετικά φρόνιμος («ἢ οὐκ οἶσθ , ἀκριβῶς ὢν περισσόφρων, ὅτι...», Αισχύλ.) 2. πάρα πολύ έξυπνος, πνευματώδης, ευφυής. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό φρων] … Dictionary of Greek
κεδνός — κεδνός, ή, όν (Α) 1. (για πρόσ.) ενεργ. 1. φροντιστικός, προσεκτικός, επιμελής, ικανός, πιστός («κεδνός οἰακοστρόφος», Αισχύλ.) 2. ευγενής («παρθένον κεδνάν», Πίνδ.) 3. παθ. αγαπητός, αυτός που τόν φροντίζουν, που τόν αγαπούν («κεδνότατοι καὶ… … Dictionary of Greek
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek
περίφρων — ο, η, ΜΑ συνετός, φρόνιμος αρχ. 1. δόλιος, πανούργος 2. αυτός που περιφρονεί κάτι («περίφρονες τῶν παθῶν», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. παρά φρων] … Dictionary of Greek
ИКОНОМИЯ — [греч. οἰκονομία, букв. «домостроительство»], один из важнейших принципов церковного правотворчества, правоприменительной практики и душепопечения. В наст. время под И. понимается обычно отступление от безусловного и точного исполнения… … Православная энциклопедия