-
1 παρατηρησις
- εως ἥ1) наблюдение(τῶν ἄστρων Diod.)
τέν παρατήρησιν ποιεῖσθαι Plut. — наблюдать;μετὰ παρατηρήσεως NT. — заметным образом2) высматривание, подстерегание(π. καὴ ἐνέδρα Plut.)
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek