-
1 παρα-τετηρημένως
παρα-τετηρημένως, adv. part. perf. pass. von παρατηρέω, mit Vorsicht od. Genauigkeit, Philo u. a. Sp.
-
2 παρατετηρημένως
παρα-τετηρημένως, mit Vorsicht od. Genauigkeit
1 παρα-τετηρημένως
παρα-τετηρημένως, adv. part. perf. pass. von παρατηρέω, mit Vorsicht od. Genauigkeit, Philo u. a. Sp.
2 παρατετηρημένως