Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

παρα-σκευή

  • 1 παρασκευη

        ἥ
        1) изготовление, приготовление
        

    (δείπνου Her.)

        2) заготовка, доставка, обеспечение
        

    (σίτου Her.; τῆς τροφῆς Plat.)

        π. ὑγιείας Plat. — обеспечение, т.е. сохранение здоровья

        3) подготовка
        

    οἱ ἐν τούτῳ παρασκευῆς ἦσαν Thuc. — таковы были их подготовительные мероприятия;

        γνόντες τέν παρασκευήν Lys. — понимая, что все (заранее) подстроено;
        ἐκ и ἀπὸ παρασκευῆς Thuc., Lys. — заранее обдуманным образом, с предварительной подготовкой или преднамеренно;
        ἐς παρασκευέν ἔχειν τι Eur.иметь что-л. наготове

        4) средство, способ, прием
        

    (ἐπί τι Plat.)

        5) приведение в готовность, снаряжение, оснащение
        

    (νεῶν Arph.)

        6) вооружение, снаряжение, материальная часть
        

    (ἵπποι καὴ ὅπλα καὴ ἥ ἄλλη π. Thuc.)

        7) обстановка, устройство, тж. имущество
        

    (πλοῦτοί τε καὴ πᾶσα ἥ τοιαύτη π. Plat.)

        8) канун субботы, пятница
        

    (π., ὅ ἐστιν προσάββατον NT.)

    Древнегреческо-русский словарь > παρασκευη

  • 2 παρασκευή

    ἡ παρα|σκευή ['приготовление'] 1. снаряжение, вооружение; 2. то, что подготовлено заранее (ср. лат. apparatus); 3. день приготовления, канун (ср. Параскева-пятница, Прасковья)

    Αρχαία Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό > παρασκευή

  • 3 προσηκω

        дор. ποθήκω
        1) приходить
        

    (ὡς φίλοι Soph.)

        χρεία προσήκει Aesch.это необходимо

        2) доходить, достигать, простираться
        

    (ἐπὴ τὸν ποταμόν, πρὸς τὸ ἱερόν Xen.)

        ἐνταῦθ΄ ἐλπίδος προσήκομεν Eur.вот (и все) на что мы можем рассчитывать

        3) касаться, относиться
        τὰ τοῦ πράγματος προσήκοντα Plat. — то, что имеет отношение к делу;
        εἰ δὲ τῷ ξένῳ τούτῳ προσήκει Λαΐῳ τι συγγενές Soph.если же у этого иноземца есть что-л. общего с Лаием;
        (τὰ σκεύη) ὅσα τριήρεσιν προσήκει Plat. — оснащение, необходимое для триер;
        ἐν τούτῳ προσήκετε ἡμῖν τὰ μέγιστα Thuc. — в этом отношении ваша судьба нас весьма близко касается;
        οὐ προσήκομεν κολάζειν τοῖσδε Eur. — не им (= аргосцам) наказывать нас;
        τοὺς προσήκοντας συμμάχους κολάζειν Thuc. (каждому) налагать кару на своих союзников;
        τέν προσήκουσαν σωτηρίαν ἐκπορίζεσθαι Thuc.заботиться о своем собственном спасения

        4) (преимущ. impers. и part.) приличествовать, подобать
        βελτίονί σοι προσήκει γενέσθαι ἐμοὴ πειθομένῳ Plat. — лучше тебе послушаться меня;
        τούτους γὰρ προσήκει τῶν πόλεων ἄρχειν Plat. — им то и подобает управлять государствами;
        τὸ προσῆκον ἐκάστῳ ἀποδιδόναι Plat. — воздавать каждому должное;
        τὰ προσήκοντα πράττειν περὴ ἀνθρώπους Plat. — делать должное по отношению к людям;
        λόγοι προσήκοντες τὰ μάλιστα ἀκούειν νέοις Plat. — речи, наиболее подходящие для ушей молодежи;
        οὐκ ἐκ προσηκόντων Thuc. — как совсем не подобает;
        παρὰ τὸ προσῆκον Plat. — некстати, без надобности

        5) (преимущ. part.) быть в родстве
        

    πατέρες, ἀδελφοὴ καὴ ἄλλοι οἱ προσήκοντες Plat. — отцы, братья и прочие родственники;

        οἱ προσήκοντές τινι Her., Xen. или τινος Lys., Thuc. чьи-л. — родственники;
        αἱ προσήκουσαι ἀρεταί Thuc.доставшиеся от предков (т.е. наследственные) доблести;
        οἱ προσήκοντες γένει Eur., κατὰ γένος или διὰ συγγένειαν Plut.кровные родственники

    Древнегреческо-русский словарь > προσηκω

См. также в других словарях:

  • συσκευή — η, ΝΜΑ νεοελλ. τεχνολ. α) σύνθετη κατασκευή προορισμένη να εκτελεί ορισμένη εργασία, συνδυασμός διαφόρων εξαρτημάτων σε ένα σύνολο συγκεκριμένης επιδίωξης (α. «μηχανική συσκευή» β. «ηλεκτρική συσκευή» γ. «ηλεκτρονική συσκευή») β) συναρμολόγηση… …   Dictionary of Greek

  • ευπαράσκευος — εὐπαράσκευος, ον (Μ) καλά παρασκευασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρα σκευος (< παρα σκευή), πρβλ. α παρά σκευος] …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… …   Dictionary of Greek

  • Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …   Dictionary of Greek

  • διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»