Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

παρα-σκαίρω

См. также в других словарях:

  • παρασκαίροντας — παρά σκαίρω skip pres part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασκαίροντες — παρά σκαίρω skip pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπαρασκαίροντα — σύν , παρά σκαίρω skip pres part act neut nom/voc/acc pl σύν , παρά σκαίρω skip pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»