-
1 παρα-σκαίρω
παρα-σκαίρω, daneben, dabei hüpfen, daran hinauf springen; Nonn. D. 36, 172; auch in später Prosa.
-
2 παρασκαίρω
παρα-σκαίρω, daneben, dabei hüpfen, daran hinauf springen
См. также в других словарях:
παρασκαίροντας — παρά σκαίρω skip pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρασκαίροντες — παρά σκαίρω skip pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαρασκαίροντα — σύν , παρά σκαίρω skip pres part act neut nom/voc/acc pl σύν , παρά σκαίρω skip pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek