-
1 παραπετομαι
(fut. παραπτήσομαι, aor. 2 παρεπτόμην; part. aor. 1 med. παραπτάμενος)1) лететь мимо, пролетать(ἥ παραπετομένη μυῖα Arst.)
2) перелетать, прилетать Arph.
См. также в других словарях:
πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… … Dictionary of Greek