Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

παρα-πταίω

См. также в других словарях:

  • παραπταίει — παρά πταίω cause to stumble pres ind mp 2nd sg παρά πταίω cause to stumble pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπταίουσι — παρά πταίω cause to stumble pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παρά πταίω cause to stumble pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπταῖσαι — παρά πταίω cause to stumble aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπταίσαντας — παρά πταίω cause to stumble aor part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπταίσειαν — παρά πταίω cause to stumble aor opt act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπταίωσι — παρά πταίω cause to stumble pres subj act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεπταικότος — παρά πταίω cause to stumble perf part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πταίσμα — Είναι όρος τόσο του αστικού όσο και του ποινικού δικαίου, ενώ γενικά εννοιολογικά αποτελεί στοιχείο κάθε παράβασης κανόνος ή όρου δικαιοπραξίας. Κατά το δίκαιο των ενοχών, κάθε αθέτηση νομίμων υποχρεώσεων, και ιδιαίτερα των υποχρεώσεων του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»