-
1 παρα-πλήρωσις
παρα-πλήρωσις, ἡ, das Ausfüllen, bes. mit Nebendingen, Rhett. VIII p. 721.
-
2 παραπλήρωσις
παρα-πλήρωσις, ἡ, das Ausfüllen, bes. mit Nebendingen
См. также в других словарях:
πλήρωση — η / πλήρωσις, ώσεως και ιων. τ. ιος, ΝΑ [πληρώ] το να πληρούται, να γεμίζει κάτι τελείως, το τέλειο γέμισμα νεοελλ. 1. εκπλήρωση, εκτέλεση (α. «η πλήρωση τών όρων τού συμβολαίου» β. «πλήρωση τών απαιτήσεων») 2. φρ. «γλωσσική πλήρωση» (γλωσα)… … Dictionary of Greek