Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

παρα-λήπτης

См. также в других словарях:

  • εργολήπτης — ο (AM ἐργολήπτης) ο εργολάβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έργο + λήπτης (< θηλ. ληπ τού μέλλ. λήψομαι τού ρ. λαμβάνω). Πρβλ. και παρα λήπτης, δωρο λήπτης] …   Dictionary of Greek

  • ηχολήπτης — ο ο υπεύθυνος για την εγγραφή τού ήχου (ηχοληψία) τεχνικός τών κινηματογραφικών ή τηλεοπτικών συνεργείων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος + λήπτης (< λαμβάνω), πρβλ. ανα λήπτης, παρα λήπτης. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. sound engineer] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»