-
1 παρα-λογιστικός
παρα-λογιστικός, ή, όν, zum Betrügen, Täuschen durch falsche Rechnungen od. Trugschlüsse gehörig; Arist. rhet. 1, 9; Pol. 9, 13, 5; Erklärung von αἱμύλιος, Schol. Od. 1, 56. – Auch adv., Schol. Ap. Rh. 3, 107.
-
2 παρα-συλ-λογιστικός
παρα-συλ-λογιστικός, ή, όν, durch Schlüsse täuschend, E. M 35, 28.
-
3 παραλογιστικός
παρα-λογιστικός, ή, όν, zum Betrügen, Täuschen durch falsche Rechnungen od. Trugschlüsse gehörig -
4 παραλογιστικος
-
5 παρασυλλογιστικός
παρα-συλ-λογιστικός, ή, όν, durch Schlüsse täuschend
См. также в других словарях:
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek