Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

παρα-κομίζω

См. также в других словарях:

  • ευπαρακόμιστος — εὐπαρακόμιστος, ον (Α) 1. αυτός που μπορεί εύκολα να μετακομιστεί κοντά σε άλλους 2. (για πόλεις) αυτός που κείται σε θέση κατάλληλη για την εισαγωγή εμπορευμάτων και άλλων αγαθών, αυτός που έχει καλή εισαγωγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρα κομίζω] …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»