-
1 παρακλινω
поэт. παρκλίνω1) наклонять в сторону, отклонять(κεφαλήν Hom.)
2) поворачивать(τοὺς μυκτῆρας πρός τι Arph.)
3) направлять (sc. τέν διάνοιαν Arst.)4) притворять, приоткрывать(θύραν, πύλην Her.)
π. τῆς αὐλείας Arph. — чуть приоткрыть ворота5) отклонять от прямого пути, извращать(δίκας Hes.; νόμον Arst.)
6) изменять(σμικρόν τι Plat.)
7) отклоняться, уклоняться(ὀλίγον Hom.)
τέν ἁφέν ἀλλήλων π. Arst. — не соприкасаться друг с другом8) склонять на ложе, укладывать спать(τινά Anth.)
-
2 κατακλινω
1) складывать (вниз), класть(δόρυ ἐπὴ γαίη Hom.)
2) сажать, усаживатьκ. τοὺς Πέρσας εἰς λειμῶνα Her. — пригласить персов расположиться на лугу (для пира);κ. τινὰ ἐν τῇ βασιλικῇ χώρᾳ Plut. — посадить кого-л. на трон3) класть в постель, укладывать(παιδίον Arph.; γυναῖκα ὠδίνουσαν Plut.)
κ. τινὰ εἰς Ἀσκληπιοῦ Arph. — класть кого-л. в храм Асклепия (для излечения)4) наклонять, нагибать(τοὺς φοίνικας Arst.)
5) med. ложиться(ἐπὴ ταῖς κοίταις Arph.; ἐπὴ στιβάδος Xen.)
κατεκλίθη ὕπτιος Plat. — (Сократ) лег на спину6) med. располагаться (за столом), возлечь(παρά τινα и τινί Plat.; εἰς τέν πρωτοκλισίαν NT.)
7) med. наклонятьсяκ. εἰς γόνατα Arst. — становиться на колени
8) отклонять в сторону
См. также в других словарях:
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη … Dictionary of Greek
παρακλιδόν — Α επίρρ. 1. κατά παρέκκλιση από το σωστό ή το αληθινό, απατηλά, παρά την αλήθεια, παρακεκλιμένως* 2. πλάγια, πλαγιαστά, προς άλλο μέρος («ὄσσε παρακλιδὸν ἔτραπεν ἄλλῃ» έστρεψε τους οφθαλμούς της προς άλλο μέρος, Ύμν. Αφρ.) 3. με στήριξη πάνω σε… … Dictionary of Greek
συγκλίτης — ὁ, Α αυτός που συντρώγει σε συμπόσιο μαζί με άλλον ή με άλλους, συνδαιτημόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κλίτης (< θ. κλι τού κλίνω + κατάλ. της), πρβλ. παρα κλίτης] … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου … Dictionary of Greek