-
1 παρα-κλείδιον
παρα-κλείδιον, τό, falscher, Nachschlüssel, Plat. com. bei Poll. 10, 24.
-
2 παρακλείδιον
παρα-κλείδιον, τό, falscher, Nachschlüssel
См. также в других словарях:
κλειδί — Μεταλλικό αντικείμενο διαφόρων σχημάτων, κατάλληλο να θέτει σε λειτουργία μηχανικά συστήματα (κλειδαριές, περικόχλια, κοχλίες, χιτώνια ή ενώσεις σωλήνων), τα οποία βασίζονται αποκλειστικά στην αρχή του μοχλού. Στα κ. για κλειδαριές διακρίνονται η … Dictionary of Greek