-
1 παρα-κλίτης
παρα-κλίτης, ὁ, der neben od. bei Einem Liegende, Lagergenoß, Xen. Cyr. 2, 2, 28; vgl. Poll. 6, 12.
-
2 παρακλίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρακλίτης
-
3 παρακλίτης
παρα-κλίτης, ὁ, der neben od. bei einem Liegende, Lagergenosse -
4 παρακλιτης
См. также в других словарях:
συγκλίτης — ὁ, Α αυτός που συντρώγει σε συμπόσιο μαζί με άλλον ή με άλλους, συνδαιτημόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κλίτης (< θ. κλι τού κλίνω + κατάλ. της), πρβλ. παρα κλίτης] … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek