Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

παραχύτης

См. также в других словарях:

  • παραχύτης — one who pours in masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραχύτης — ὁ, Α [παραχέω] 1. αυτός που χύνει κάτι και ειδικά ο υπηρέτης βαλανείου, λουτρού, που φέρνει το νερό για το λούσιμο και τό χύνει πάνω στο σώμα τών λουσμένων («εἰσήχθησαν εἰς τὰ βαλανεῑα λουτροχόοι καὶ παραχύται», Αθήν.) 2. αυτός που υπηρετεί στην… …   Dictionary of Greek

  • παραχύται — παραχύτης one who pours in masc nom/voc pl παραχύτᾱͅ , παραχύτης one who pours in masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραχύτην — παραχύτης one who pours in masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραχύτῃ — παραχύτης one who pours in masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραχύτας — παραχύτᾱς , παραχύτης one who pours in masc acc pl παραχύτᾱς , παραχύτης one who pours in masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»