Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

παραχρεώμενοι

См. также в других словарях:

  • παραχρεώμενοι — παραχράομαι misuse pres part mp masc nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραχρώμαι — άομαι, ΜΑ μσν. 1. κάνω ερωτικές καταχρήσεις («παραχράται πολύ σφοδρῶς συνουσιάζει, ἀκολάστως μίγνυται εἴρηται δὲ καὶ περὶ ἐκάστου πράγματος ὅ ἐκ περιουσίας γίνεται», λεξ. Σούδα) 2. κάνω κατάχρηση λέξεως («Σοφοκλής παραχρᾱται τῇ λέξει… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»