Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

παραχορδίζω

См. также в других словарях:

  • παραχορδίζω — Α 1. κρούω λάθος χορδή, κάνω λάθος στο χτύπημα τής χορδής, δεν χτυπώ αυτήν που πρέπει 2. (κατά τον Ησύχ.) «διαφωνεῑν, ἁμαρτάνειν». [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + χορδή + κατάλ. ίζω] …   Dictionary of Greek

  • παραχορδίσαι — παραχορδίζω strike a wrong note aor inf act παραχορδίσαῑ , παραχορδίζω strike a wrong note aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραχορδιεῖς — παραχορδίζω strike a wrong note fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραχορδίζειν — παραχορδίζω strike a wrong note pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραχορδώ — έω, Μ (στον Φώτ.) αντί παραχορδίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραχορδίζω, κατά τα συνηρημένα σε έω / ῶ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»