-
1 баловать
-
2 баловать
баловатьнесов παραχαϊδεύω, κακό-μαθαίνω. -
3 холкть
холктьнесов περιποιούμαι, παραχαϊδεύω. -
4 баловать
-лую, -луешь, ρ.δ. παθ. μτχ. балованный, βρ: ван, -а, -о1. μ. παραχαϊδεύω, κακομαθαίνω, κακοσυνηθίζω, χαλνώ.2. βλ. баловаться (1 σημ.) ασχολούμαι με κάτι. || (για ζώα) παίζω, πηδώ.3. ληστεύω, κάνω ληστείες.1. αταχτώ, κάνω αταξίες. || ασχολούμαι με κάτι.2. ληστεύω, κάνω ληστείες. -
5 заласкать
ρ.σ.μ. παραχαϊδεύω. -
6 избаловать
-лую, -луешь,пав. μτχ. παρλθ. χρ. избалованный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ. παραχαϊδεύω, κακομαθαίνω, κακοανατρέφω.είμαι παραχαϊδεμένος, με παραχαϊδεύουν. || αταχτώ πολύ. -
7 перебаловать
-луга, -уешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перебалованный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ. (όλους ή πολλούς)• παραχαϊδεύω• κακομαθαίνω, κακοσυνηθίζω. -
8 разбаловать
ρ.σ.μ. παραχαϊδεύω, χαλνώ, διαπαιδαγωγώ άσχημα.1. γίνομαι άτακτος.2. ατακτώ.3. απειθαρχώ• δεν υπακούω. -
9 развратить
-вращу, -вратишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. развращённый, βρ: развратить щн, -щена, -щеноρ.σ.μ.1. διαφθείρω. || διακορεύω.2. εκφυλίζω.3. παραχαϊδεύω, χαλνώ με την ήπια συμπεριφορά4. εκτρέπω.1. διαφθείρομαι.2. εκφυλίζομαι, εξοκέλλω, παρεκτρέπομαι σε ανηθικότητες.3. είμαι παραχαϊδεμένος, κακοαναθρεμμένος. -
10 холить
-лю, -лишьρ.δ.μ.περ ιποιούμαι πολύ, παραχαϊδεύω, χαϊδολογώ, κανακεύω, επ ι-δαψιλεύω.παραχαϊδεύομαι, χαϊδολογιέμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
11 цацкаться
ρ.δ. (απλ.)• παραχαϊδεύω, κάνω όλα τα χατήρια.