-
1 παραχαράσσω
A re-stamp, i.e. re-value the currency, metaph., Diog.Cyn. ap. D.L.6.20,71, Str. Chr.12.23, Jul. Or.7.211b,c, Suid. s. v.γνῶθι σαυτόν; δεῖ κἀμὲ νόμισμα παρακόψαι καὶ π. τὸ βαρβαρικὸν Ἑλληνικῇ πολιτείᾳ Alexander Magn. ap. Plu.2.332c ; π. τὰ εἰς τὴν δίαιταν set up a new standard of life, Luc.Demon.5.II esp. debase the currency,οἱ -οντες τὸ νόμισμα, κἂν μέρος λυμήνωνται, τὸ σύμπαν διεφθαρκέναι δοκοῦσιν D.Chr.31.24
:—[voice] Pass., Harp.s.v. παράσημος ῥήτωρ.2 metaph., τὰ καθωσιωμένα παρακόπτειν καὶ π., of sabbath-breakers, Ph.2.298, cf. 562, al., Luc.Am.22 ;π. τὴν πάτριον. ὑπόθεσιν Dam.Pr. 113
.b ὀνόματα κεκαινοτομημένα καὶ -κεχαραγμένα re-minted, i.e. used with new meanings, Aristid.Rh. 1p.508S., cf. Gal.7.834.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραχαράσσω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский