-
1 παραφυλακέω
A perform garrison duty, IGRom.3.516 ([place name] Cadyanda). -ή, ἡ, guard, garrison, Plb.2.58.1,4.17.9 ; πόλεως, etc., POxy.1033.7 (iv A.D.), etc.II keeping securely, safeguarding, ἡ τῶν χρημάτων π. D.S.17.71, cf. Peripl.M.Rubr.19, POxy.2121.75 (iii A.D.) ; watchfulness,ἐν λόγοις καὶ ἔργοις Hierocl. in CA10p.436M.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραφυλακέω
-
2 παραφυλακισμός
παραφῠλᾰκ-ισμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραφυλακισμός
-
3 παραφυλακίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραφυλακίτης
-
4 παραφυλακτέον
II Adj. -τέος, α, ον, to be avoided, Aët.7.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραφυλακτέον
-
5 παραφυλακτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραφυλακτικός
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский