-
1 παραφυω
выращивать рядом, преимущ. med. (aor. 2 παρέφυν, pf. παραπέφυκα) вырастать возле, расти рядом(ἐγγύς τινος Men. и τινι Plut.)
-
2 παραφύω
II [voice] Pass., with [tense] pf. and [tense] aor. 2 [voice] Act., grow beside or at the side, Hdt.2.92, Arist.PA 658a26, Thphr.HP3.17.3, Plu.Dem.31, Plot.5.2.2 ;ἐκ τῶν παραπεφυκότων δένδρων Ael.VH3.1
; ;παραπέφυκεν ἡ Γνάθαινα πλησίον Anaxil.22.13
;τῶν ὀδόντων οἱ παραφυόμενοι τοῖς κατὰ φύσιν Gal.18(2).980
, cf. Dsc.Eup.1.50 ; to be adherent, Gal.2.258.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραφύω
-
3 παραφύω
παρα-φύω, daneben, daran wachsen lassen; act., daneben, daran wachsen; auch παραφυῆναι Παραφυόμενος, überzählig, von den Gliedern des Leibes, auch über den natürlichen Wuchs hinaus -
4 παραναφύω
A v.l. for παραφύω, Ph.1.345.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραναφύω
-
5 παραφυάς
A side-growth,1 in plants, sucker, off shoot, opp. παρασπάς, Thphr.HP2.2.4, cf. 1 Enoch 26.1: metaph.,παραφυάδι ἔοικε τοῦ ὄντος Arist.EN 1096a21
, cf.Ph.1.330 (pl.).2 in animals, branch of a vein, Hp.Oss.18 ; of certain appendages in the ἀστακός, Arist. HA 526a29, cf. PA 672b27.3 metaph., of branches of a discussion, Stob.2.7.2, EM784.28, etc. ; also,τὸ πρός τι παραφυάδι ἐοικός Plot.6.2.16
. [[pron. full] ῡ in Nic. Fr.80, perh. metri gr.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραφυάς
-
6 παραφυάς
παραφυάς, άδος, ἡ (παραφύω ‘produce at the side’, s. prec. entry; Hippocr., Aristot. et al.; LXX; En 26:1) someth. growing off the side, offshoot, side growth.ⓐ (Theophr., HP 2, 2, 4; Nicander, Fgm. 80 π. of a palm tree; Philo, Plant. 4) Hs 8, 1, 17f; 8, 2, 1f; 8, 3, 7; 8, 4, 6; 8, 5, 2; 5f.ⓑ in imagery (Aristot., EN 1, 4 [1096] al.; 4 Macc 1:28), of sectarians who, as side growths of a plant created by God, can bear nothing but death-dealing fruit ITr 11:1.—DELG s.v. φύομαι.
См. также в других словарях:
παραφύω — ΜΑ μέσ. 1. φυτρώνω ή είμαι φυτεμένος κοντά, παραπλεύρως 2. βγάζω παραφυάδες, βλαστάνω στα πλάγια αρχ. 1. κάνω κάτι να φυτρώσει, να βλαστήσει, να βγάλει παραφυάδες 2. μτφ. γεννιέμαι, παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι δίπλα σε κάτι άλλο («ἑγγὺς ἀγαθοῡ… … Dictionary of Greek
παράφυμα — τὸ, Μ [παραφύω] ιατρ. η αύξηση, η επίδοση … Dictionary of Greek
παράφυση — η / παράφυσις, ύσεως, ἡ Α [παραφύω] νεοελλ. 1. βοτ. μονοκύτταρη στείρα νηματοειδής απόφυση πού βρίσκεται στο μυκήλιο μερικών βρυοφύτων και φυκών, καθώς και μεταξύ τών βασιδίων ή τών ασκών τών ανώτερων μυκήτων 2. (συγκρ. ανατ.) πρόσθιο εκκόλπωμα… … Dictionary of Greek
παραναφύω — Α [αναφύω] (δ. γρφ.) παραφύω* … Dictionary of Greek
παραφυάδα — η / παραφυάς, άδος, ΝΜΑ νέος βλαστός που αναπτύσσεται από το υπόγειο τμήμα τού κορμού ή από τη ρίζα τού φυτού, κατά μήκος τής επιφάνειας τού εδάφους και δίνει γένεση σε νέα φυτάρια, κν. παραπούλι, παραβλάσταρο, κωλορίζι 2. μτφ. διακλάδωση,… … Dictionary of Greek
παραφυής — ές, ΜΑ [παραφύω] μσν. (για περισσότερα δάκτυλα από τα κανονικά) αυτός που φυτρώνει παραπλεύρως αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ παραφυές η παραφυάδα («συμβαίνει τήν ρητορικήν οἷον παραφυές τι τῆς διαλεκτικής εἶναι», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
φύω — ΝΜΑ, και αιολ. τ. φυίω Α 1. (μτβ.) συντελώ στο να φυτρώσει κάτι, εκφύω 2. μέσ. φύομαι (κυρίως για φυτά και δέντρα) φυτρώνω, εκφύομαι αρχ. 1. (αμτθ.) α) (για φυτά και δέντρα) εκφύω βλαστούς, βλαστάνω («δρύες... αἵτε φύοντι παρ ὄχθαισιν ποταμοῑο»,… … Dictionary of Greek