Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

παραφύω

См. также в других словарях:

  • παραφύω — ΜΑ μέσ. 1. φυτρώνω ή είμαι φυτεμένος κοντά, παραπλεύρως 2. βγάζω παραφυάδες, βλαστάνω στα πλάγια αρχ. 1. κάνω κάτι να φυτρώσει, να βλαστήσει, να βγάλει παραφυάδες 2. μτφ. γεννιέμαι, παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι δίπλα σε κάτι άλλο («ἑγγὺς ἀγαθοῡ… …   Dictionary of Greek

  • παράφυμα — τὸ, Μ [παραφύω] ιατρ. η αύξηση, η επίδοση …   Dictionary of Greek

  • παράφυση — η / παράφυσις, ύσεως, ἡ Α [παραφύω] νεοελλ. 1. βοτ. μονοκύτταρη στείρα νηματοειδής απόφυση πού βρίσκεται στο μυκήλιο μερικών βρυοφύτων και φυκών, καθώς και μεταξύ τών βασιδίων ή τών ασκών τών ανώτερων μυκήτων 2. (συγκρ. ανατ.) πρόσθιο εκκόλπωμα… …   Dictionary of Greek

  • παραναφύω — Α [αναφύω] (δ. γρφ.) παραφύω* …   Dictionary of Greek

  • παραφυάδα — η / παραφυάς, άδος, ΝΜΑ νέος βλαστός που αναπτύσσεται από το υπόγειο τμήμα τού κορμού ή από τη ρίζα τού φυτού, κατά μήκος τής επιφάνειας τού εδάφους και δίνει γένεση σε νέα φυτάρια, κν. παραπούλι, παραβλάσταρο, κωλορίζι 2. μτφ. διακλάδωση,… …   Dictionary of Greek

  • παραφυής — ές, ΜΑ [παραφύω] μσν. (για περισσότερα δάκτυλα από τα κανονικά) αυτός που φυτρώνει παραπλεύρως αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ παραφυές η παραφυάδα («συμβαίνει τήν ρητορικήν οἷον παραφυές τι τῆς διαλεκτικής εἶναι», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • φύω — ΝΜΑ, και αιολ. τ. φυίω Α 1. (μτβ.) συντελώ στο να φυτρώσει κάτι, εκφύω 2. μέσ. φύομαι (κυρίως για φυτά και δέντρα) φυτρώνω, εκφύομαι αρχ. 1. (αμτθ.) α) (για φυτά και δέντρα) εκφύω βλαστούς, βλαστάνω («δρύες... αἵτε φύοντι παρ ὄχθαισιν ποταμοῑο»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»