-
1 παραφωτισμός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραφωτισμός
-
2 παραφωτισμός
παρα-φωτισμός, ὁ, das Nebenleuchten (nach dem Untergange der Sonne) -
3 παραφωτισμού
-
4 παραφωτισμοῦ
См. также в других словарях:
παραφωτισμός — ὁ, Α ψεύτικος, νόθος, ατελής, αμυδρός φωτισμός, όπως είναι ο φωτισμός τού Ηλίου μετά τη δύση του. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + φωτίζω] … Dictionary of Greek
παραφωτισμοῦ — παραφωτισμός false light masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)