Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

παραφυλακῇ

См. также в других словарях:

  • παραφυλακή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφυλακῇ — παραφυλακέω perform garrison duty pres subj mp 2nd sg παραφυλακέω perform garrison duty pres ind mp 2nd sg παραφυλακέω perform garrison duty pres subj act 3rd sg παραφυλακή fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφυλακή — ἡ, ΜΑ 1. η ασφαλής φρούρηση, η διαφύλαξη 2. η άγρυπνη προσοχή 3. φρουρά, φύλακες 4. το έργο και η υπηρεσία τής αστυνομίας ή τής φρουράς 5. βάρδια, χρονικό διάστημα κατά το οποίο εκτελείται η φρούρηση 6. παρατήρηση …   Dictionary of Greek

  • παραφυλακῆι — παραφυλακῇ , παραφυλακέω perform garrison duty pres subj mp 2nd sg παραφυλακῇ , παραφυλακέω perform garrison duty pres ind mp 2nd sg παραφυλακῇ , παραφυλακέω perform garrison duty pres subj act 3rd sg παραφυλακῇ , παραφυλακή fem dat sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφυλακαῖς — παραφυλακή fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφυλακαί — παραφυλακή fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφυλακήν — παραφυλακή fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • облюдениѥ — ОБЛЮДЕНИ|Ѥ (7*), ˫А с. Осторожность; внимание: се хытрии врачеве. врачююще ˫азвы. съ многъмъ облюдениѥмь и ремествъмь СбТр ΧII/XIII, 4 об.; И подобнаго ѡбоѥмѹ получити исправлениѧ. поразѹмѣ лѣпо. и того радi с(и)ю заповѣдь съ ѡблюдениѥмь изложи.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • παραφυλακίτης — ὁ, Α στρατιώτης τής παραφυλακής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραφυλακή + επίθημα ίτης] …   Dictionary of Greek

  • παραφυλακείον — τὸ, Α [παραφύλαξ, ακος] το οίκημα που στέγαζε την παραφυλακή* …   Dictionary of Greek

  • παραφυλακτικός — ή, όν, Α [παραφυλάσσω] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην παραφυλακή* …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»