-
1 παρα-φυάς
παρα-φυάς, άδος, ἡ, Nebenschößling, stolo; Arist. eth. Nic. 1, 6, 2; τὰ ἀπὸ τῆς ῥίζης βλαστάνοντα, plant. 1, 4; von den Adern, Hippocr.; von andern Ausschüssen oder Nachwüchsen, Arist. H. A. 4, 2 part. anim. 3, 10; übertr. bei Sp. [Nic. bei Ath. II, 71 d braucht in παραφυάδας des Verses wegen υ lang.]
См. также в других словарях:
παραφυάδας — παραφυάς side growth fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μασχαλίς — η (Α μασχαλίς, ίδος) [μασχάλη] νεοελλ. παλαιότερη ονομασία τής παραφυάδας, τού παραβλαστήματος που φυτρώνει κοντά στη ρίζα τού δέντρου και λέγεται κν. κωλορίζι, ή τού βλαστού τού δέντρου που χρησιμοποιείται ως μόσχευμα αρχ. 1. μασχάλη φυτού, το… … Dictionary of Greek
μολούω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μολούειν ἐγκόπτειν τὰς παραφυάδας». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μεταπλασμένο τ. τού μολεύω (ΙΙ)*, πιθ. κατ αναλογία προς το κολούω] … Dictionary of Greek