Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

παραφυάδας

См. также в других словарях:

  • παραφυάδας — παραφυάς side growth fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μασχαλίς — η (Α μασχαλίς, ίδος) [μασχάλη] νεοελλ. παλαιότερη ονομασία τής παραφυάδας, τού παραβλαστήματος που φυτρώνει κοντά στη ρίζα τού δέντρου και λέγεται κν. κωλορίζι, ή τού βλαστού τού δέντρου που χρησιμοποιείται ως μόσχευμα αρχ. 1. μασχάλη φυτού, το… …   Dictionary of Greek

  • μολούω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μολούειν ἐγκόπτειν τὰς παραφυάδας». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μεταπλασμένο τ. τού μολεύω (ΙΙ)*, πιθ. κατ αναλογία προς το κολούω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»