Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

παραφροσύνη

См. также в других словарях:

  • παραφροσύνη — wandering of mind fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφροσύνῃ — παραφροσύνη wandering of mind fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφροσύνη — η χάσιμο του λογικού, τρέλα, πράξη ασύνετη: Αυτό που έκαμες ήταν παραφροσύνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραφροσύνη — η, ΝΜΑ [παράφρων, ονος] η κατάσταση τού παράφρονα, η απώλεια τού λογικού, τρέλα νεοελλ. ασύνετος λόγος ή ασύνετη πράξη αρχ. φρενικό παραλήρημα …   Dictionary of Greek

  • παραφροσύναι — παραφροσύνη wandering of mind fem nom/voc pl παραφροσύνᾱͅ , παραφροσύνη wandering of mind fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφροσύνηι — παραφροσύνῃ , παραφροσύνη wandering of mind fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφροσυνῶν — παραφροσύνη wandering of mind fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφροσύναις — παραφροσύνη wandering of mind fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφροσύνην — παραφροσύνη wandering of mind fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφροσύνης — παραφροσύνη wandering of mind fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφροσύνηφι — παραφροσύνη wandering of mind fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»