-
1 παραφθειρω
несколько портить, повреждать, расстраиватьπαραφθαρεὴς τέν φωνήν Plut. — потеряв голос
-
2 παραφθείρω
(αόρ. παρέφθειρα, παθ. αόρ. παρεφθάρην) μετ. подпортить;(слегка) исказить, ухудшить
См. также в других словарях:
παραφθείρω — ΝΜΑ φθείρω, νοθεύω κάπως, αλλοιώνω κατά τι, ιδίως προς το χειρότερο μσν. 1. παθ. παραφθείρομαι πέφτω σε αχρησία («νόμος ἄρτι παρεφθάρη» Ιω. Λυδ.) 2. αλλάζω, μεταβάλλω 3. μτφ. διαφθείρω τη συνείδηση κάποιου με διάφορα μέσα μσν. αρχ. παθ. φθείρομαι … Dictionary of Greek
παραφθορά — η, ΝΜΑ [παραφθείρω] η πράξη και το αποτέλεσμα τού παραφθείρω, ελαφρή φθορά, μικρή αλλοίωση προς το χειρότερο … Dictionary of Greek
παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… … Dictionary of Greek
παράφθορος — ον, ΜΑ [παραφθείρω] πολύ διεφθαρμένος … Dictionary of Greek
παρασολοικίζω — Μ παραφθείρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σολοικίζω «σφάλλω στη χρήση τής γλώσσας ή σε συλλογισμό»] … Dictionary of Greek
παραφθαρτικός — ή, όν, Α [παραφθείρω] αυτός που έχει τη δύναμη να φθείρει, πολύ καταστρεπτικός … Dictionary of Greek
παρεφθαρμένως — Α επίρρ. εφθαρμένα, κατεστραμμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. παρεφθαρμένος τού παραφθείρω] … Dictionary of Greek
φθείρω — ΝΜΑ, και φθαίρω ΜΑ, και αιολ. τ. φθέρρω, και αρκαδ. τ. φθήρω, Α καταστρέφω 2. κάνω κάτι να χαλάσει με τη συνεχή ή κακή χρήση (α. «αν φοράς συνεχώς το ίδιο παντελόνι, θα τό φθείρεις στο τέλος» β. «ποσὶν φθείροντα πλοῡτον ἀργυρωνή τους θ ὑφάς»,… … Dictionary of Greek