-
1 παραυδήσας
παραυδήσᾱς, παραυδάωconsole: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic)παραυδήσᾱς, παραυδάωconsole: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic) -
2 παραυδάω
A console, encourage (Hom. only in Od.),μύθοις ἀγανοῖσι παραυδήσας Od.15.53
;μειλιχίοις ἐπέεσσι παραυδῶν 16.279
, cf. Q.S. 5.261 ; μὴ ταῦτα παραύδα, χρῶτ' ἀπονίπτεσθαι do not coax me thus, to wash, Od.18.178.II c. acc. rei, speak lightly of, make light of,μὴ δή μοι θάνατόν γε παραύδα 11.488
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραυδάω
-
3 παραυδάω
παρ-αυδάω, imp. παραύδᾶ, aor. part. παραυδήσᾶς: try to win over by address, persuade, urge; θάνατόν τινι, ‘speak consolingly of,’ ‘extenuate,’ Od. 11.488. (Od.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > παραυδάω
См. также в других словарях:
παραυδήσας — παραυδήσᾱς , παραυδάω console aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) παραυδήσᾱς , παραυδάω console aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)