-
1 παρατόξευσις
παρατόξευσιςa casting side-glances: fem nom sg -
2 παρατόξευσις
A a casting side-glances, Plu.2.521b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρατόξευσις
См. также в других словарях:
παρατόξευσις — a casting side glances fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατόξευσις — ἡ, ΜΑ μσν. τόξευση βέλους μακριά από τον στόχο, αστοχία στην τόξευση αρχ. 1. εκτόξευση προς τα πλάγια 2. μτφ. ρίψη λοξών, πλάγιων βλεμμάτων, πονηρό λοξοκοίταγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + τοξεύω] … Dictionary of Greek