-
1 παρατρύπημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρατρύπημα
-
2 παρατρυπήματα
παρατρῡπήματα, παρατρύπημαsidehole: neut nom /voc /acc pl
См. также в других словарях:
παρατρύπημα — το, Α πλάγιο τρύπημα, άνοιγμα στα πλευρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + τρύπημα (< τρυπῶ)] … Dictionary of Greek
παρατρυπήματα — παρατρῡπήματα , παρατρύπημα sidehole neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)